- ἐξαίρετος
- ἐξαιρετόςremovablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαιρετός — removable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
εξαιρετός — ή, ό (AM ἐξαιρετός, ή, όν) [εξαιρώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του … Dictionary of Greek
εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαιρετώτατα — ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετά — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετωτέρῳ — ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετόν — ἐξαιρετός removable masc acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέτως — ἐξαιρετός removable adverbial ἐξαιρετός removable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετοί — ἐξαιρετός removable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)